καπνιστός, -ή

καπνιστός, -ή
ταριχευμένος με το κάπνισμα: Έχει καπνιστό κέφαλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καπνιστός — smoked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνιστός — ή, ό (AM καπνιστός, ή, όν) [καπνίζω] (για κρέατα, ψάρια κ.ά. τρόφιμα) ο συντηρημένος με την επίδραση τού καπνού («καπνιστὰ ἑφθὰ κρέα», Αθήν.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καπνιστά συντηρημένα κρέατα ή ψάρια με ειδική κατεργασία καπνίσματος… …   Dictionary of Greek

  • καπνιστά — καπνιστός smoked neut nom/voc/acc pl καπνιστά̱ , καπνιστός smoked fem nom/voc/acc dual καπνιστά̱ , καπνιστός smoked fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνιστόν — καπνιστός smoked masc acc sg καπνιστός smoked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνιστοῦ — καπνιστός smoked masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπνιστῷ — καπνιστός smoked masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακάπνιστος — η, ο (Α ἀκάπνιστος, ον) [καπνίζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς «τοίχος ακάπνιστος» 2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τόν έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός 3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι… …   Dictionary of Greek

  • καπνιστά — τα βλ. καπνιστός …   Dictionary of Greek

  • λικουρίνι — και λυκουρίνι, το καπνιστός κέφαλος, κν. νίτικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. liocorno (marino), ενώ κατ άλλους < αρχ. *λευκορ ρίνιον] …   Dictionary of Greek

  • περίκνιστος — Α (κατά τον Ησύχ.) «κνισαλέος, πυρὶ καπνιστός». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κνῖσα «οσμή κρέατος που ψήνεται»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”